άψηφος

άψηφος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ψήφο: Πολλοί απ' αυτούς που πήγαιναν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις ήταν άψηφοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άψηφος — η, ο (AM ἄψηφος, ον) νεοελλ. ανάξιος, περιφρονημένος αρχ. 1. (για δαχτυλίδι) χωρίς ψήφο, σφραγιδόλιθο 2. μεγάλος, ισχυρός (Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • ἄψηφον — ἄψηφος without a stone masc/fem acc sg ἄψηφος without a stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄψηφοι — ἄψηφος without a stone masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψηφώ — ( άω) [άψηφος] δεν υπολογίζω κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”